- σταχυητόμος
- -ον, Αβλ. σταχυοτόμος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σταχυητόμον — σταχυητόμος cutting ears of corn masc/fem acc sg σταχυητόμος cutting ears of corn neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταχυοτόμος — και σταχυητόμος, ον, Α 1. το αρσ. ως ουσ. ὁ σταχυοτόμος θεριστική μηχανή 2. φρ. «σταχυητόμον ὅπλον» το δρεπάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < στάχυς, υος, + τόμος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. λαιμη τόμος. Το συνδ. φων. η τού τ. σταχυητόμος οφείλεται σε… … Dictionary of Greek
-τόμος — Α β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. τόμος* «τεμάχιο, τμήμα, κομμάτι» (< τέμνω). Τα παροξύτονα ονόματα σε τόμος είναι αντικειμενικά σύνθετα με α… … Dictionary of Greek
σταχυοτομώ — έω, Α [σταχυητόμος] κόβω στάχια … Dictionary of Greek